- ξεστραβώνω
- 1. καθιστώ ίσιο ένα στραβό αντικείμενο, ισιάζω2. βοηθώ κάποιον να ανακτήσει την όρασή του3. μτφ. παρέχω σε κάποιον τη δυνατότητα να μορφωθεί, να αντιλαμβάνεται και να κρίνει με ορθό τρόπο, μορφώνω4. παθ. ξεστραβώνομαιαπαλλάσσομαι από την πλάνη ή την αμάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.